- χωροστάθμηση
- [-ις (-εως)] η геод. нивелирование, нивелировка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωροστάθμηση — η, Ν (γεωδ.) η μέτρηση τών υψομετρικών διαφορών μεταξύ τών διαφόρων σημείων ορισμένης εδαφικής έκτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + στάθμη + κατάλ. ση. Η λ., στον λόγιο τ. χωροστάθμησις, μαρτυρείται από το 1858 στον Λ. Καφταντζόγλου] … Dictionary of Greek
χωροστάθμηση — η η πράξη του χωροσταθμώ, η ανεύρεση του υψομέτρου σημείων της γης με ειδικά όργανα, η υψομέτρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωροσταθμητής — ο, Ν επιστήμονας ή τεχνικός ειδικός στη χωροστάθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροσταθμώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
χωροσταθμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χωροστάθμηση («χωροσταθμικά όργανα» β. «χωροσταθμική επιφάνεια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροστάθμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
χωροσταθμώ — Ν εκτελώ χωροστάθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροστάθμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
χωροσταθμώ — ησα, κάνω χωροστάθμηση, μετρώ το ύψος διάφορων σημείων της επιφάνειας της γης με ειδικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)